Μαρμάρινο άγαλμα Ερμή. Βρέθηκε το 1996 στη δυτική στοά του Γυμνασίου της αρχαίας Μεσσήνης, στο δωμάτιο IX, πεσμένο μπροστά στο βάθρο του. Βάσει επιγραφικών μαρτυριών μεταφέρθηκε εκεί από άλλη θέση, όπου είχε αρχικά εκτεθεί. O αγγελιαφόρος των θεών, προστάτης του εμπορίου, της εφηβείας και των ασκούμενων νέων εικονίζεται σε θεϊκή γυμνότητα, σε μέγεθος μεγαλύτερο του φυσικού (2,32 μ.), έτοιμος να βαδίσει. Έχει ριγμένη στον ώμο και τυλιγμένη στο λυγισμένο αριστερό του χέρι τη χλαμύδα με πυκνές επιμήκεις πτυχώσεις. Προσθήκη του αντιγραφέα αποτελεί το στήριγμα σε μορφή κορμού δέντρου πάνω στον δεξιό του μηρό, το οποίο είναι συμφυές στην ελλειψοειδή πλίνθο του αγάλματος. Στο δεξί του χέρι πιθανόν κρατούσε το κηρύκειο. Η παλάμη του αριστερού χεριού ακουμπά ανάποδα γυρισμένη στο ισχίο. Αποτελεί εξαιρετικής ποιότητας αντίγραφο του 1ου αι. μ.Χ. ενός αγαλματικού τύπου του 4ου αι. π.Χ. και αναγνωρίζεται ως έργο όχι της σχολής του Πραξιτέλη, αλλά των συνεχιστών του Πολύκλειτου και κυρίως του Σκόπα. Παρουσιάζει, μάλιστα, στενή εικονογραφική συγγένεια με τον Ψυχοπομπό Ερμή ενός ανάγλυφου ιωνικού κίονα από το Αρτεμίσιο της Εφέσου, όπου είχε δουλέψει και ο Παριανός γλύπτης Σκόπας. Στον αρχαίο κόσμο η λατρεία του Ερμή είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη. Ιδιαίτερης σημασίας είναι η ευθύνη του να οδηγεί τις ψυχές στον κόσμο των νεκρών (Ερμής Ψυχοπομπός). Εικονογραφικά, ο Ερμής της Μεσσήνης παραπέμπει στον τύπο του Ψυχοπομπού. Η σύνδεση του αγάλματος με τον χθόνιο κόσμο ενισχύεται και από τη γειτνίασή του με τα παρακείμενα ταφικά μνημεία του Γυμνασίου. Έχει υποστηριχθεί ότι στο πρόσωπο του Ερμή της Μεσσήνης συνυπάρχουν τα ιδεαλιστικά στοιχεία του θεού με τα ατομικά φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του αποθανόντος (σχήμα της μύτης, σαρκώδη μισάνοιχτα χείλη). Η τάση αυτή, ιδιαίτερα προσφιλής στις ανώτερες τάξεις των ρωμαϊκών χρόνων, ενδέχεται να συνδέεται με απόδοση τιμών στον αφηρωισμένο νεκρό.